- ἀκώλυτος
- ἀκώλῡτος , ἀκώλυτοςunhinderedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακώλυτος — η, ο (Α ἀκώλυτος, ον) αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κωλυτός < κωλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί] … Dictionary of Greek
ακώλυτος — η, ο επίρρ. α ανεμπόδιστος: Η εξέλιξη ως την κορυφή της ιεραρχίας, στην υπηρεσία αυτή, είναι ακώλυτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκωλύτως — ἀκωλύ̱τως , ἀκώλυτος unhindered adverbial ἀκωλύ̱τως , ἀκώλυτος unhindered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκώλυτον — ἀκώλῡτον , ἀκώλυτος unhindered masc/fem acc sg ἀκώλῡτον , ἀκώλυτος unhindered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
невъзбраненыи — (5*) пр. 1.Беспрепятственный, открытый: свобода бъ [вм. бысть] ѥмѹ. и невъзъбраненъ пѹть. (ἀκώλυτος) ПНЧ 1296, 171; даи же ми пѹть к тебѣ непосрамьленъ и невъзъбраненъ СбЯр XIII, 123; невъзбраненъ бо есть вхо(д) ЖВИ XIV–XV, 63в; и раиска˫а дверь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακωλυτί — ἀκωλυτί επίρρ. (Α) [ἀκώλυτος] ανεμπόδιστα, άνετα … Dictionary of Greek
ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει … Dictionary of Greek
ԱՆԱՐԳԵԼ — (ի, ից.) NBH 1 0114 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c ա. Չունօղ արգելս. զոր չէ մարթ արգելուլ. անխափան. ազատ. համարձակ. արձակ. ἁκώλυτος, ἅσχετος impedimenti expers, expeditus ... *Անվրէպ, բարեսէր, երագ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆԽԱՓԱՆ — ( ) NBH 1 0160 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ա. ἁνεμπόδιστως, ἁκώλυτος non impeditus Ուր չկայցէ խափան ինչ կամ արգելք. անարգել. աջողակ. ... *Անխափան գործովք կայր պնդակազմ: Ճանապարհ անխափան: Ուսուցանէր վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆԽԷԹ — ( ) NBH 1 0160 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.մ. Ուր չիք խէթ, այս ինքն խոչ եւ խութ. անխափան. եւ առանց խիթալոյ կամ խթելոյ սրտին. անխիղճ. անկասկած. անվեհեր. համարձակ. ἁκώλυτος, ἁκωλύτως sine obice եւ ἁναλγήτως sine… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)